- ταχυδακτυλουργικός
- η , ό[ν]1) фокуснический; 2) перен. очковтирательский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυδακτυλουργικός — ή, ό, Ν [ταχυδακτυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχυδακτυλουργό («ταχυδακτυλουργικό κόλπο») 2. αυτός που γίνεται με ταχυδακτυλουργία («ταχυδακτυλουργική κλοπή»). επίρρ... ταχυδακτυλουργικώς και ταχυδακτυλουργικά Ν με… … Dictionary of Greek
ψηφολογικός — ή, όν, ΜΑ [ψηφολόγος] ταχυδακτυλουργικός … Dictionary of Greek
ψηφοπαικτικός — ή, όν, Μ [ψηφοπαίκτης] 1. ταχυδακτυλουργικός 2. μτφ. αγύρτικος … Dictionary of Greek